- καταχείριος
- καταχείριος, -ον (Α)ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχείριον — καταχείριος fitting the hand masc/fem acc sg καταχείριος fitting the hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχείριος — μεταχείριος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών 2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.) 3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά … Dictionary of Greek